Σήμερα ένα στα πέντε ζευγάρια είναι υπογόνιμο. Ως υπογονιμότητα θεωρούμε την μη επίτευξη κύησης μετά από 18 μήνες συχνής προσπάθειας του ζευγαριού στη γόνιμη φάση του εμμηνορρυσιακού κύκλου.
Οι γυναίκες με διαταραχές ωορρηξίας μπορεί να έχουν ωορρηξία σπάνια ή και καθόλου. Αυτό αντιπροσωπεύει περίπου το ένα τέταρτο της γυναικείας υπογονιμότητας. Το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών (PCOS) είναι μία από τις πιο συχνές αιτίες που επηρεάζουν την ωορρηξία. Άλλες αιτίες περιλαμβάνουν ανεπάρκεια των ωοθηκών και υποθαλαμική αμηνόρροια. Ο τρόπος ζωής και οι συνήθειες κάθε γυναίκας μπορούν επίσης να επηρεάσουν τη λειτουργία των ωοθηκών, όπως το κάπνισμα και η κατανάλωση αλκοόλ. Η απότομη απώλεια ή αύξηση βάρους μπορεί επίσης να επηρεάσει την ωορρηξία.
Οι σάλπιγγες μπορεί να καταστραφούν ή να μπλοκαριστούν για διάφορους λόγους, όπως συμφύσεις, που διαταράσσουν την ανατομική σχέση της σάλπιγγας με την ωοθήκη και παράγοντες που διαταράσσουν την ομαλή λειτουργία του αυλού της σάλπιγγας, συνήθως μετά από φλεγμονή (σαλπιγγίτιδα), ή ενδομητρίωση.
Η ενδομητρίωση είναι μια κοινή πάθηση που επηρεάζει περίπου το 5-10% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας και έως το ένα τρίτο των γυναικών με υπογονιμότητα. Υπό φυσιολογικές συνθήκες το ενδομήτριο αποτελεί τη λεπτή εσωτερική επένδυση της μήτρας, όμως στην ενδομητρίωση, το ενδομήτριο, αναπτύσσεται εξωτερικά και γύρω από τη μήτρα.
Τα ινομυώματα της μήτρας είναι καλοήθεις αναπτύξεις στη μήτρα και εμφανίζεται περίπου στο 40% των γυναικών. Η επίδραση στη γονιμότητα θα εξαρτηθεί από τη θέση του ινομυώματος. Τα ινομυώματα που στρεβλώνουν την κοιλότητα της μήτρας μπορούν να επηρεάσουν την ικανότητα εμφύτευσης του εμβρύου, άρα μπορεί να χρειαστεί αφαίρεση.
Οι πολύποδες του ενδομητρίου, οι οποίοι αναπτύσσονται στην κοιλότητα της μήτρας, μπορεί επίσης να επηρεάσουν τη διαδικασία εμφύτευσης και πρέπει να αφαιρεθούν.
Μια μη φυσιολογικά διαμορφωμένη μήτρα μπορεί επίσης να αποτρέψει την εγκυμοσύνη ή να προκαλέσει αποβολή.
Η προχωρημένη ηλικία της γυναίκας είναι μια από τις πιο κοινές αιτίες της γυναικείας υπογονιμότητας. Καθώς μια γυναίκα μεγαλώνει, ο αριθμός και η ποιότητα των ωαρίων της μειώνεται γρήγορα, μειώνοντας έτσι την πιθανότητα εγκυμοσύνης. Η πιθανότητα αποβολής αυξάνεται επίσης λόγω της υψηλότερης συχνότητας εμφάνισης χρωμοσωμικών ανωμαλιών στα ωάρια των μεγαλύτερων γυναικών.
Την τελευταία δεκαετία έχουν γίνει σημαντικές προσπάθειες στην ιατρική προκειμένου να εξακριβωθούν πιθανά ανοσολογικά αίτια μέσω της αναπαραγωγικής ανοσολογίας. Παρότι το ανοσοποιητικό σύστημα κάθε ανθρώπου έχει σχεδιαστεί για να καταπολεμάει τις ασθένειες, είναι εξίσου σαφές ότι μπορεί να βοηθήσει ή να αποτρέψει μια φυσιολογική εγκυμοσύνη.
Αυτή η διάγνωση αντιπροσωπεύει περίπου το 25% των ζευγαριών που αναζητούν θεραπεία γονιμότητας, δηλαδή δεν ανευρίσκεται κάποιος εμφανής παθολογικός παράγοντας υπογονιμότητας.